Η ψυχανάλυση δεν είναι εργασία με την έννοια της κοινής εργασίας. Η ψυχανάλυση είναι διαδικασία συνάντησης του ψυχαναλυτή με τον αναλυόμενο για ένα μεγάλο ταξίδι: το ταξίδι για την ανακάλυψη της ασυνείδητης επιθυμίας.
Ο αναλυόμενος έρχεται στον αναλυτή γιατί υποφέρει από κάτι, ένα σύμπτωμα, ένα πένθος, μία έγνοια, ένα πρόβλημα. Ο ψυχαναλυτής γνωρίζει ότι το σύμπτωμα είναι ένα αίνιγμα που κρύβει ένα κομμάτι αλήθειας, που δεν μπορεί να ειπωθεί. Η οδύνη στο βάθος είναι οδύνη μίας παραγνωρισμένης επιθυμίας, μίας επιθυμίας που ο ίδιος ο αναλυόμενος αγνοεί. Ο ψυχαναλυτής είναι μάρτυρας της οδύνης του άλλου. Δεν συμβουλεύει, δεν κατευθύνει. Αφήνεται στο λόγο του άλλου και προσπαθεί να διεισδύσει, να συλλάβει, να ανατρέψει αυτό το λόγο.
Στην ψυχαναλυτική διεργασία μεταξύ του αναλυόμενου και του αναλυτή εγκαθίσταται ένας δεσμός, μία «αγάπη μεταβίβασης». Μία αγάπη χωρίς πραγματικό συμπλήρωμα. Μία αγάπη όπου το υποκείμενο, ζητώντας πληρότητα, θα βρεθεί αντιμέτωπο με τις ελλείψεις του και τα πένθη του.
Η ψυχανάλυση λοιπόν, είναι μία διεργασία πένθους και αποχωρισμού. Μία διεργασία που επιτρέπει να αναδυθούν και να ξεπεραστούν τα πένθη που κατοικούν την ανθρώπινη ψυχή, την ανθρώπινη καρδιά.